- ἀδίκησα
- ἀ̱δίκησα , ἀδικέωto beaor ind act 1st sg (doric aeolic)ἀδικέωto beaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδικώ — αδίκησα, αδικήθηκα, αδικημένος, μτβ., κάνω αδικία, βλάφτω: Στη ζωή του αδίκησε πολλούς· αμτβ., είμαι άδικος: Όποιος λέει την αλήθεια δεν αδικεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικήσας — ἀδικήσᾱς , ἀδικέω to be aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήσασα — ἀδικήσᾱσα , ἀδικέω to be aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήσασαι — ἀδικήσᾱσαι , ἀδικέω to be aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήσασαν — ἀδικήσᾱσαν , ἀδικέω to be aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήσασι — ἀδικήσᾱσι , ἀδικέω to be aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήσασιν — ἀδικήσᾱσιν , ἀδικέω to be aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικώ — αδικώ, αδίκησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)